ἀποκαλύπτω

ἀποκαλύπτω
ἀπο-κᾰλύπτω, [tense] aor. 2 [voice] Pass.
A

-καλύφην CPR1.239.5

(iii A.D.), etc.:—uncover,

τὴν κεφαλήν Hdt.1.119

;

τὰ στήθη Pl.Prt.352a

:—in [voice] Pass., of land left cultivable by the Nile (cf.

ἀποκάλυφος—, ἀρούρας β ἀποκαλυφείσης . . αἰγιαλοῦ PIand.27.12

, cf. 27.60 (i/ii A.D.):—[voice] Med.,

ἀποκαλύπτεσθαι τὴν κεφαλήν Plu. Crass.6

.
2 disclose, reveal,

τόδε τῆς διανοίας Pl.Prt.352a

;

τὴντῆς ῥητορικῆς δύναμιν Id.Grg.455d

, cf. 460a:—[voice] Med., reveal one's whole mind, Plu.Alex.55,2.880e:—in [voice] Pass., LXX1 Ki.2.27, al.; ἀποκαλύπτεσθαι πρός τι letone's designs upon a thing become known, D.S.17.62, 18.23:—[voice] Pass., to be made known, Ev.Matt.10.26, etc.; of persons, 2 Ep.Thess.2.3,6,8, etc.; λόγοι ἀποκεκαλυμμένοι naked, i.e. shameless, words, Ps.-Plu.Vit.Hom.214.
3 unmask,

τινά Luc.Cat.26

, Vit.Auct.23.
II of the epiglottis, raise, Arist. de An.422a2 ([voice] Pass.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἀποκαλύπτω — uncover pres subj act 1st sg ἀποκαλύπτω uncover pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αποκαλύπτω — αποκαλύπτω, αποκάλυψα βλ. πίν. 11 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αποκαλύπτω — (AM ἀποκαλύπτω) 1. αφαιρώ το κάλυμμα, ξεσκεπάζω 2. φανερώνω, παρουσιάζω 3. εκμυστηρεύομαι σε κάποιον κάτι νεοελλ. Ι. φέρνω στην επιφάνεια, βγάζω στη φόρα II. ( ομαι) 1. βγάζω το καπέλο μου 2. φρ. «αποκαλύπτομαι μπροστά σε κάποιον» σέβομαι κάποιον …   Dictionary of Greek

  • αποκαλύπτω — ψα, φτηκα, μμένος 1. ξεσκεπάζω, βγάζω στη φόρα: Αποκαλύφτηκαν τα σχέδια των οργανωτών του πραξικοπήματος. 2. σέβομαι, θαυμάζω κάποιον: Μπροστά σ αυτόν αποκαλύπτομαι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀποκαλύπτῃ — ἀποκαλύπτω uncover pres subj mp 2nd sg ἀποκαλύπτω uncover pres ind mp 2nd sg ἀποκαλύπτω uncover pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποκαλύψουσι — ἀποκαλύπτω uncover aor subj act 3rd pl (epic) ἀποκαλύπτω uncover fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἀποκαλύπτω uncover fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποκαλύψω — ἀποκαλύπτω uncover aor subj act 1st sg ἀποκαλύπτω uncover fut ind act 1st sg ἀποκαλύπτω uncover aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποκεκαλυμμένα — ἀποκαλύπτω uncover perf part mp neut nom/voc/acc pl ἀποκεκαλυμμένᾱ , ἀποκαλύπτω uncover perf part mp fem nom/voc/acc dual ἀποκεκαλυμμένᾱ , ἀποκαλύπτω uncover perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπεκαλύφθην — ἀποκαλύπτω uncover aor ind pass 3rd pl (epic doric aeolic) ἀποκαλύπτω uncover aor ind pass 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπεκάλυπτον — ἀποκαλύπτω uncover imperf ind act 3rd pl ἀποκαλύπτω uncover imperf ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποκαλυπτομένων — ἀποκαλύπτω uncover pres part mp fem gen pl ἀποκαλύπτω uncover pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”